-
1 παραλέγω
A pluck out superfluous hair, Hsch.:—[voice] Pass., you have had your eyebrows plucked.Ar.
Ec. 904 (lyr.) ;παραλελέχθαι τὰς τρίχας Poll.2.35
.II [voice] Med., παραλέγεσθαι τὴν γῆν sail or coast along, Hanno Peripl.11, D.S.14.55, Peripl.M.Rubr.60 ;τὴν Ἰταλίαν D.S.13.3
;τὴν Κρήτην Act.Ap.27.8
, 13 : abs., Str.13.1.22.III speak beside the purpose, wander in one's talk, rave, πολλὰ π. Hp.Epid.1.18, 26.δ' :—[voice] Med., παραλεξάμενος speaking beside the point, Phld.Rh.1.101 S.2 speak incidentally,μῦθον Plu.2.653e
:—[voice] Pass., to be cited,ἐπὶ παραδείγματος Aen.Tact.4.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλέγω
См. также в других словарях:
παραλέγω — ΝΜΑ, παραλέω Ν νεοελλ. 1. λέω πράγματα που φαίνονται ή είναι υπερβολικά, απίστευτα, υπερβάλλω σε όσα λέω («μην τά παραλές» μην είσαι υπερβολικός, μην τά μεγαλοποιείς) 2. λέω πολλά, φλυαρώ αρχ. (το ενεργ. και το παθ.) 1. αποσπώ τις περιττές τρίχες … Dictionary of Greek